- λιπαντικό
- 1) grease2) lubricant
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
σπερματέλαιο — το, Ν (βιοχ.) 1.κιτρινωπός ρευστός κηρός, που λαμβάνεται μαζί με το κήτειο σπέρμα, από τις κεφαλικές κοιλότητες και το ιχθυέλαιο τής φάλαινας και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως ως λιπαντικό 2. φρ. «ραφιναρισμένο σπερματέλαιο» κατεργασμένο… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
αεροτριβέας — ο (Μηχανολ.) αεριοτριβέας* στον οποίο σαν λιπαντικό αέριο χρησιμοποιείται αέρας … Dictionary of Greek
αλίπαντος — η, ο (Α ἀλίπαντος, ον) [λιπαίνω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν επαλείφθηκε με λίπος ή λιπαντικό έλαιο 2. (για καλλιεργούμενα εδάφη) αυτό που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα αρχ. αυτός που δεν έχει λίπος, άπαχος … Dictionary of Greek
δεγράς — ο (πληθ. δεγράδες) λιπαντικό τών δερμάτων το οποίο παρεμποδίζει την αποξήρανσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. degra)] … Dictionary of Greek
ελαιοψεκαστήρας — ο ψεκαστήρας με αντλία που ψεκάζει λιπαντικό έλαιο σε διάφορα λεπτά σημεία τών μηχανών με σκοπό τον καθαρισμό ή τη λίπανσή τους … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… … Dictionary of Greek
κικινέλαιο — Λιπαρό έλαιο, σχεδόν άχρωμο και άοσμο, με δυσάρεστη γεύση, το οποίο λαμβάνεται από το φυτό ρετσινολαδιά (ρίκινος ο κοινός). Έχει μεγάλο ιξώδες ειδικό βάρος 0,96 0,97 gr/cm3 και είναι διαλυτό στην απόλυτη αλκοόλη, στον αιθέρα, στο χλωροφόρμιο κ.α … Dictionary of Greek
λιπαντικός — ή, ό (Α λιπαντικός, ή, όν) [λιπαίνω] αυτός που αναφέρεται στη λίπανση ή χρησιμεύει για λίπανση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιπαντικό (χημ. τεχνολ.) στερεό ή ρευστό προϊόν που χρησιμοποιείται για να μειώνει την τριβή και τη φθορά δύο τριβόμενων… … Dictionary of Greek